ψωμοτρώγω

ψωμοτρώγω
Ν
1. τρώγω το ψωμί άλλου, ζω εις βάρος άλλου
2. αγοράζω κάτι σε εξευτελιστική τιμή εκμεταλλευόμενος την ανάγκη αυτού που τό πουλάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμί + τρώγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”